- ανεπιβούλευτος
- ος , ον1) не ставший объектом заговора, покушения и т. п.; 2) не дающий повода !для заговора, покушения и т. п.; 3) неприкосновенный (о правах и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπιβούλευτος — ἀνεπιβούλευτος, ον (AM) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιβουλευθεί κανένας αρχ. εκείνος που δεν επιβουλεύεται κάποιον άλλο, που δεν σχεδιάζει ύπουλα να βλάψει άλλον … Dictionary of Greek
ἀνεπιβούλευτος — without plots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπιβούλευτος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν επιβουλεύτηκε ή δεν μπορεί να επιβουλευτεί κανείς: Το μεγάλο ελάττωμά του ήταν ότι δεν άφηνε συνάδελφό του ανεπιβούλευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπιβουλεύτως — ἀνεπιβούλευτος without plots adverbial ἀνεπιβούλευτος without plots masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιβούλευτον — ἀνεπιβούλευτος without plots masc/fem acc sg ἀνεπιβούλευτος without plots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιβουλευτότερος — ἀνεπιβούλευτος without plots masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιβουλεύτοις — ἀνεπιβούλευτος without plots masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιβουλεύτου — ἀνεπιβούλευτος without plots masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιβουλεύτους — ἀνεπιβούλευτος without plots masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιβουλεύτων — ἀνεπιβούλευτος without plots masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιβουλεύτῳ — ἀνεπιβούλευτος without plots masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)